ακομμάτιστος

ακομμάτιστος
-η, -ο
[κομματίζομαι]
1. αυτός που δεν ανήκει ή δεν διάκειται φιλικά σε κάποια πολιτική παράταξη
2. αμερόληπτος, αντικειμενικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακομμάτιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ανήκει σε κόμμα, δεν εξυπηρετεί ορισμένο κόμμα: Η συγκέντρωση ήταν επαγγελματική, ακομμάτιστη. 2. αμερόληπτος: Είναι υπάλληλος ακομμάτιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”